Το ακούω συνέχεια σε συζητήσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων: έχουμε κάνει πολύ περισσότερα από όσα θεωρούσε κανείς εφικτά.Το συνηθισμένο πλέον επιχείρημά τους έχει ως εξής: Θα περίμενε κάποιος πριν από τρία χρόνια ότι θα είχαμε δημιουργήσει ένα δίχτυ ασφαλείας για να προστατεύσουμε τα πιο αδύναμα μέλη από την επίθεση των αγορών κρατικών ομολόγων; Ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα προσέφερε εγγύηση αγοράς ομολόγων σε περίπτωσης ύστατης ανάγκης; Ή ότι θα δημιουργούσαμε μία τραπεζική ενοποίηση; Λοιπόν, πρέπει να μας πείτε και ένα μπράβο. Βεβαίως, υπάρχουν προβλήματα. Θα πρέπει, όμως, να συνειδητοποιήσουμε ότι η κατάσταση αυτή μπορεί να διορθωθεί μόνο με ένα βήμα τη φορά.
Όλα αυτά ακούγονται ρεαλιστικά και υπεύθυνα. Οι δηλώσεις συχνά συνοδεύονται από περιφρόνηση για τους οικονομολόγους και το αναπόφευκτο σχόλιο πως τα όποια μεμονωμένα οικονομικά προβλήματα μπορεί να έχει η ευρωζώνη είναι σίγουρα διαρθρωτικά, γεγονός που σημαίνει ότι είναι το πρόβλημα κάποιου άλλου.
Αυτή δεν είναι η άποψη μόνο μερικών σκληρών αξιωματούχων. Την ίδια θέση στηρίζουν πολλοί λομπίστες, ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι. Η άποψή τους είναι ανάλογη με τον βαθμό στον οποίο το πανεπιστήμιο, το ινστιτούτο ή το think tank τους χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκούς θεσμούς, εθνικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες.
Το θέμα όμως είναι να καθοριστεί ποιοι μηχανισμοί όρασης στρεβλώνουν κάθε φορά την οπτική αντίληψη. Εάν δουλεύεις στις Βρυξέλλες, παθιάζεσαι με τις διαθεσμικές κοκορομαχίες - Ευρωπαϊκή Επιτροπή εναντίον Ευρωπαϊκού Συμβουλίου - εναντίον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στους πολιτικούς κύκλους των Βρυξελλών, η οικονομική ύφεση δεν είναι στην πρώτη γραμμή των ενδιαφερόντων. Το πιθανότερο είναι ότι θα έχεις παθιαστεί με το ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της Κομισιόν και με το εάν θα μπορέσει να καλύψει το πολιτικό έδαφος που έχει χάσει υπό το νυν επικεφαλής, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο.
Πέρα από το ότι βλέπουν τον κόσμο από τη δική τους στρεβλή οπτική, οι αξιωματούχοι παράλληλα ενδιαφέρονται ελάχιστα για τις βαθιές αιτίες και επικεντρώνονται στις τεχνικές, νομικές και θεσμικές πλευρές. Όταν υπερασπίζονται τη λιτότητα, το κάνουν υπό το πλαίσιο των ευρωπαϊκών συνθηκών, οι οποίες τους λένε λεπτομερώς πόση δημοσιονομική προσαρμογή χρειάζεται και τι θα γίνει εάν δεν επιτευχθεί. Το θέμα δεν είναι τόσο εάν βρίσκονται σε άρνηση για τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής λιτότητας στην ανεργία. Για ορισμένους ισχύει αυτό, για άλλους όχι. Είναι, όμως, μία συζήτηση εκτός του πλαισίου αναφοράς τους.
Δεν αποτελεί έκπληξη, κατά συνέπεια, ότι το σύστημα συνταγογραφεί το λάθος φάρμακο. Αντί να επανεκκινήσουν τη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική, όλοι χάνουν πολύτιμο χρόνο με κυνικά προγράμματα για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων - παρότι κάθε εμπειρικό και θεωρητικό στοιχείο που έχουμε μας δείχνει ότι αυτά τα προγράμματα είναι χάσιμο χρόνου και χρημάτων εάν δεν στηρίζονται από τη μακροοικονομική πολιτική.
Το πρόβλημα, κατά συνέπεια, δεν είναι μόνο η γενική έλλειψη αντίδρασης, αλλά μία τεχνοκρατική αντίδραση που ανακατεύεται σε χωράφια άλλων και για την οποία το μόνο σίγουρο είναι ότι χάνει το νόημα.
Το ίδιο ισχύει και με την τραπεζική ενοποίηση. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δέχονται τώρα αυτό που απέρριπταν για μεγάλο χρονικό διάστημα: ότι μία νομισματική ένωση δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ενιαίο τραπεζικό σύστημα. Ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασαν, όμως, ήταν να σκεφτούν αρχικά έναν πιασάρικο τίτλο -τραπεζική ενοποίηση-, μετά να κατανείμουν εργασίες και στο τέλος να έχουν μία μακρά και κουραστική συζήτηση για νομικά και θεσμικά θέματα, για το ποιος κάνει τι σε ποιον.
Σε όλα αυτά, όμως, παρακάμπτουν το πιο σημαντικό σημείο. δεν θα υπάρξει καμία ενιαία δημοσιονομική ανάσχεση. Γιατί να ασχοληθείς με την τραπεζική ενοποίηση εξαρχής εάν δεν είσαι διατεθειμένος να δεχθείς οποιαδήποτε μορφή κοινής ζημίας ή κοινής εξασφάλισης; Τα 60 δισ. ευρώ στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας που προορίζονται για τον στόχο της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών είναι απλή παραπλάνηση. Όπως παραδέχθηκε και ο επικεφαλής των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης σε συνέντευξη την προηγούμενη εβδομάδα, τα κεφάλαια αυτά είναι μόνο ένα πολιτικό μήνυμα. Με άλλα λόγια, μία δεξαμενή κεφαλαίων μόνο για να τη βλέπουμε και όχι για να τη χρησιμοποιήσουμε.
Στοιχηματίζω ότι η ευρωζώνη θα χειριστεί με παρόμοιο τρόπο και το πρόβλημα του αποπληθωρισμού. Πιθανότατα αυτή είναι η πιο ξεκάθαρη παρούσα απειλή στην οικονομία αυτήν τη στιγμή. Η σωστή αντίδραση σε μία αναμενόμενη αποπληθωριστική απειλή είναι να μειώσει η ΕΚΤ τα επιτόκιά της στο μηδέν και να αρχίσει αμέσως να αγοράζει ομόλογα. Δυστυχώς, όμως, δεν υπάρχει ομοφωνία στο διοικητικό της συμβούλιο, καθώς κατάφερε να συμφωνήσει μόνο σε δέσμευση για μη αύξηση των επιτοκίων για μία παρατεταμένη χρονική περίοδο. Και πάλι οι εντυπώσεις νίκησαν την ουσία.
Όσοι εξακολουθούν να λένε ότι η Ε.Ε. έκανε περισσότερα από όσα θεωρούσε κανείς εφικτά τελικά υπονοούν ότι η κατάσταση έχει βελτιωθεί και πως τα χειρότερα από την κρίση έχουν περάσει. Εδώ βρίσκεται η απόλυτη φρίκη της κατάστασης. Οι οικονομίες της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Κύπρου, της Ισπανίας και τώρα της Ιταλίας έχουν καταρρεύσει. Η επίσημη θέση προσποιείται εδώ και τέσσερα χρόνια ότι η ανάκαμψη είναι κοντά. Κάθε χρόνο έκανε λάθος. Θα κάνει και πάλι λάθος.
Όταν λοιπόν οι αξιωματούχοι λένε ότι κάνουν περισσότερα από όσα κάποιος πίστευε ότι θα έκαναν απλώς λένε πόσο άσχημα έχουν γίνει τα πράγματα, πόσο πίσω έχουν μείνει και πόσο λίγο ενδιαφέρονται για το τι γίνεται στην οικονομία.
© The Financial Times Limited 2013. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation