Είχα μεθύσει από τους στίχους των Rolling Stones. Για δυόμισι ώρες πηδούσα και τραγουδούσα και στο τέλος της συναυλίας φώναζα τους στίχους από το Jumping JackFlash.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που τους έβλεπα ζωντανά. Αρχικά ήταν το 1973 στο Empire Pool του Wembley. Τότε ήμουν 14 και είχα αφιερώσει τη ζωή μου στο δίλημμα ποιον αγαπούσα περισσότερο: το Mick Jagger ή τον Keith Richards. Εκείνη η συναυλία, όμως, ήταν το πιο απογοητευτικό γεγονός για τη μικρή μέχρι τότε ζωή μου. Αν και παρίστανα στους φίλους μου ότι είχα ξετρελαθεί, βαθιά μέσα μου είχα μείνει ασυγκίνητη.
Αυτό το καλοκαίρι όμως, απροσδόκητα και κάπως αμήχανα, βρέθηκα να βιώνω μία βαθιά θρησκευτική εμπειρία καθώς έγινα και πάλι ο 14χρονος εαυτός μου, προς κατάπληξη της 20χρονης κόρης μου, η οποία στεκόταν απορημένη δίπλα μου, ενώ εγώ περιστρεφόμουν.
Έκτοτε προσπαθώ να καταλάβω πώς οι Stones μου δημιούργησαν συναισθήματα που δεν είχαν καταφέρει όταν ήταν νεότεροι και με λιγότερες ρυτίδες, πριν από 4 δεκαετίες. Πώς με παρέσυραν, καθώς μάλιστα δεν μου αρέσει πλέον τόσο πολύ η μουσική τους. Τώρα είμαι ένας ενήλικος με ζωή που περιστρέφεται γύρω από βραδιές με άλλους γονείς ή σε επιχειρηματικές συναντήσεις, όπου ροκ και γυναίκες δεν ταιριάζουν.
Ίσως ενθουσιάστηκα που είδα κάποιον να χειρίζεται με τόση επιτυχία την ηλικία. Είναι λογικό να χαίρεται κανείς βλέποντας έναν άνδρα, 15 χρόνια μεγαλύτερο, που καταφέρνει να τραβά την προσοχή με τέτοια επιτυχία. Δεν νομίζω, όμως, ότι αυτός ήταν ο λόγος. Όταν κοίταζα τον Mick Jagger δεν έλεγα μέσα μου «Χριστέ μου, είναι αρχαίος!». Αντιθέτως έλεγα: «Χριστέ μου, είναι ο Mick Jagger!».
Αυτή ακριβώς είναι η ουσία της τουρνέ «Stones' 50 & Counting». Το πιο επιτυχημένο group σε διάρκεια χρόνου τα καταφέρνει όχι επειδή αλλάζει, αλλά επειδή αποφεύγει παντελώς την αλλαγή. Οι Stones αψηφούν τους κανόνες που υπάρχουν σε όλα τα εγχειρίδια επιτυχίας και επενδύουν την ενέργεια που τους έχει απομείνει στο να κάνουν ακριβώς αυτό που έκαναν πάντα.
Η συναυλία στο Glastonbury ήταν ακριβώς ίδια με αυτή που είχα παρακολουθήσει 40 χρόνια νωρίτερα. Η μόνη διαφορά ήταν πως τώρα μπορούσα πραγματικά να τους ακούσω, καθώς έχει βελτιωθεί σημαντικά ο ήχος στις συναυλίες. Ακόμη καλύτερα, μπορούσα να τους δω. Όχι τους πραγματικούς Stones -αν και περιστασιακά κατάφερνα να ρίξω μια ματιά στις πράσινες πούλιες και στα μαύρα φτερά μέσα από το πλήθος-, αλλά σε μία γιγαντιαία τους εκδοχή μέσω οθόνης που βρισκόταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου, στην οποία μπόρεσα να δω μία ευφυώς επεξεργασμένη εμφάνιση.
Ήταν όλοι εκεί, τεράστιοι, φορώντας ακριβώς τα ρούχα που έπρεπε να φορούν οι Stones παίζοντας το «Gimmie Shelter» ακριβώς όπως ακουγόταν στο δίσκο του 1969 Let ItBleed. Είναι αλήθεια ότι όλοι έβλεπαν τις βαθιές ρυτίδες στα πρόσωπά τους – οι οποίες όμως απλώς τόνιζαν το πέρασμα του χρόνου και καθιστούσαν την απουσία μερικών αλλαγών ακόμη πιο αξιοσημείωτη.
Η συναυλία των Stones θα έπρεπε να διδαχθεί στις σχολές διοίκησης επιχειρήσεων για το πότε πρέπει να υπάρχουν αλλαγές και πότε όχι. Η αλλαγή είναι θετική εάν γίνεται για κάτι καλύτερο, ταχύτερο, φθηνότερο – εάν για παράδειγμα δημιουργεί καλύτερο ήχο και πιο καθαρές εικόνες. Σε ό,τι όμως, αγγίζει τα συναισθήματά μας, η αλλαγή είναι πράγματι πολύ αρνητική.
Αυτό αρμόζει στα ροκ συγκροτήματα αλλά και στη σοκολάτα. Τις προάλλες αγόρασα ένα μπισκότο Orange Club που ήταν πανομοιότυπο με εκείνα που έπαιρνα με τη σάκα στο σχολείο. Παρομοίως, όταν προσφάτως πήγα στο μαγαζί υποδημάτων Clarks βρήκα τις παλιές κίτρινες μπότες. Θα τις αγόραζα αμέσως, αλλά τα πόδια μου –όπως και το πρόσωπο του Jagger– φαίνεται πως έχουν καταρρεύσει τόσο που πλέον δεν μου κάνουν.
Το παρατηρούμε όταν πράγματα της νιότης μας αλλάζουν, καθώς τότε ήταν η περίοδος που η μνήμη μας λειτουργούσε άψογα. Κάθε λέξη από κάθε τραγούδι των Stones φυλάσσεται για πάντα σε ένα μέρος του εγκεφάλου μου – σε αντίθεση με το νέο κωδικό για τον υπολογιστή μου. Σοφά οι Stones επιλέγουν να μην παίζουν με τις αναμνήσεις μας, σε αντίθεση με τον Bob Dylan, ο οποίος πεισματικά παρουσιάζει τα παλιά του τραγούδια αγνοώντας όποιον μπορεί να τα αναγνωρίζει από το παρελθόν.
Ακόμη και για εμάς που τυχαίνει να μην είμαστε διεθνείς rock stars, η αλλαγή δεν είναι κατ΄ ανάγκην θετική. Σε πρόσφατη συνέντευξή της, η πολιτική επιστήμονας Anne – Marie Slaughter δηλώνει με υπερηφάνεια: «Επανεφευρίσκω/αλλάζω τον εαυτό μου κάθε 6 με 8 χρόνια». Αυτό ακούγεται αρκετά εξοντωτικό. Θα σκεφτώ τον Mick Jagger και θα συνεχίσω να μην αλλάζω καθόλου, για να δω εάν η ζωή θα έχει... gasgasgas!
© The Financial Times Limited 2013. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation