Πριν από την επίθεση της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, η Κίνα θεωρείτο ότι θα μπορούσε με τις εξαγωγές της να ξεπεράσει κάθε πρόβλημα. Χρόνο με το χρόνο οι εξαγωγές της αυξάνονταν με ετήσιο ρυθμό που ξεπερνούσε το 20%. Καθώς αυξανόταν το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αναπτυσσόταν και η οικονομία με ρυθμό που ζήλευε όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Τώρα, όμως, η ανάπτυξη των κινεζικών εξαγωγών επιβραδύνεται, το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει σχεδόν εξανεμιστεί και το Πεκίνο πρέπει να βρει εναλλακτικές πηγές ταχείας οικονομικής επέκτασης.
Για κάποιο χρονικό διάστημα, το Πεκίνο νόμιζε ότι είχε τη λύση: Εάν οι εξαγωγές δεν επεκτείνονταν τόσο γρήγορα, θα γύριζε τη στρόφιγγα των υποδομών με τη στήριξη της εύκολης πίστωσης. Ήταν το απόλυτο κεϊνσιανό μοντέλο ανάπτυξης. Κανείς δεν θα έφερνε αντιρρήσεις στις επενδύσεις υποδομών επειδή, συγκριτικά με το βιομηχανοποιημένο κόσμο, οι υποδομές της Κίνας βρίσκονται ακόμη σε βρεφικό στάδιο. Το μετρό της χώρας για παράδειγμα είναι μικροσκοπικό εάν συγκριθεί με εκείνο του Λονδίνου ή του Παρισιού.
Παρ' όλα αυτά, αν και οι δαπάνες υποδομών αυξήθηκαν και η κοινωνική πίστωση επεκτάθηκε, η κινεζική οικονομία δεν κατάφερε να ανακτήσει την ανάπτυξη του παρελθόντος. Στα μέσα του 2012, οι ευθύνες -βολικά- επιρρίφθηκαν στην κρίση της ευρωζώνης. Δεν γινόταν, όμως, να αποποιηθούν έτσι εύκολα και την αδυναμία κατά τους πρώτους μήνες του 2013.
Έχοντας αναλάβει καθήκοντα πλέον για τα καλά, η νέα κυβέρνηση στο Πεκίνο αναγκάστηκε να το ξανασκεφτεί. Ο πρωθυπουργός Li Keqiang δήλωσε τον προηγούμενο μήνα: «Για να επιτευχθούν οι οικονομικοί στόχοι της φετινής χρονιάς, δεν είναι μεγάλος ο χώρος για στήριξη στις πολιτικές κινήτρων ή στις άμεσες κρατικές επενδύσεις. Πρέπει να στηριχθούμε στους μηχανισμούς των αγορών. Και πρέπει να αναζωογονήσουμε τις ιδιωτικές επενδύσεις και δαπάνες μέσω της απορρύθμισης και άλλων μεταρρυθμίσεων».
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς γιατί το Πεκίνο ανησυχούσε με το παλαιό μοντέλο ώθησης της οικονομίας. Παράλληλα με την υπερβολική πιστωτική, έγινε σαφές ότι η απόδοση κεφαλαίου μειωνόταν ταχύτατα. Με άλλα λόγια, η Κίνα οδηγήθηκε σε βραδύτερη ανάπτυξη με μεγαλύτερες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.
Στο επίκεντρο τώρα βρίσκονται μεταρρυθμίσεις από την πλευρά της προσφοράς που σχεδιάστηκαν ώστε να ενισχυθούν οι βάσεις της οικονομίας. Όπως συμβαίνει πάντα, θα υπάρξει βραχυπρόθεσμο κόστος. Η απελευθέρωση των επιτοκίων είναι μία απολύτως λογική κίνηση, αλλά πιθανότατα θα αυξήσει το κόστος χρηματοδότησης βραχυπρόθεσμα. Η μείωση των κυβερνητικών διοικητικών δαπανών μπορεί τελικά να οδηγήσει σε πιο αποτελεσματική κατανομή των πόρων αλλά, βραχυπρόθεσμα, θα επηρεάσει τη ζήτηση. Η εισαγωγή αγοραίας τιμολόγησης σε εταιρείες κοινής ωφέλειας -νερό, ηλεκτροδότηση- μπορεί να επαναφέρει τους Κινέζους καταναλωτές και επιχειρήσεις στην πραγματικότητα, παράλληλα όμως θα μειώσει τα πραγματικά εισοδήματα. Και, σε μία προσπάθεια να ενισχύει περισσότερο στην κατεύθυνση των ιδιωτικών επενδύσεων, η Κίνα θα πρέπει να χαλαρώσει τη σιδηρά γροθιά των κρατικών επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει περισσότερο ανταγωνισμό αλλά, αναπόφευκτα, και έντονες αντιδράσεις.
Δύο επιπτώσεις προκύπτουν. Η πρώτη είναι πως το Πεκίνο είναι διατεθειμένο να δεχθεί χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης βραχυπρόθεσμα από ό,τι ίσχυε εν μέσω χρηματοοικονομικής κρίσης. Οι μεταρρυθμίσεις στην πλευρά της προσφοράς μπορεί να πλήξουν την ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα, αλλά θα μειώσουν την εξάρτηση από πιθανώς σπάταλη ώθηση της οικονομίας και μπορεί επίσης να μειώσουν και κάποιους από τους πτωτικούς κινδύνους που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει η Κίνα. Δεύτερον, μετά από μία περίοδο με αδύναμα οικονομικά στοιχεία, δεν υπάρχει πλέον εξασφαλισμένη αυτόματη αντίδραση - όπως στο παράδειγμα με τα σκυλιά του Pavlov.
Το μήνυμα είναι σαφές:το Πεκίνο αρχίζει να ανησυχεί όλο και περισσότερο για την ποιότητα και όχι για την ποσότητα της ανάπτυξης.
Υπάρχουν, όμως, όρια. Με ρυθμό ανάπτυξης κάτω από το 7% για μεγάλο χρονικό διάστημα, το πιθανότερο είναι ότι θα υπάρξουν μεγάλες απώλειες θέσεων εργασίας, όπως έγινε το 2009. Έτσι, παρά την έμφαση που θα δίνεται σε μεταρρυθμίσεις στην πλευρά της προσφοράς, το Πεκίνο μπορεί ακόμη να αναγκαστεί να παράσχει κάποιο δίχτυ ασφαλείας, εάν η οικονομία αρχίσει να σέρνεται. Με δημοσιονομικό πλεόνασμα κατά τους πρώτους πέντε μήνες του έτους και περιθώρια μείωσης επιτοκίων, εφόσον κριθεί απαραίτητο, τα μέτρα ώθησης της οικονομίας μπορεί και πάλι να παραμεριστούν. Το Πεκίνο, όμως, μάλλον θα προτιμήσει να μείνει σε επιφυλακή παρά να δράσει άμεσα, καθώς δίνει έμφαση στην πλευρά της προσφοράς.
Οι νέες προβλέψεις της HSBC δείχνουν οικονομική ανάπτυξη 7,4% τόσο για φέτος όσο και για τον επόμενο χρόνο (έναντι αρχικών εκτιμήσεων στο 8,2% και 0,4% αντιστοίχως). Ο ρυθμός μπορεί να εξακολουθεί να μοιάζει εντυπωσιακός, αλλά είναι πολύ χαμηλότερος από τα διψήφια ποσοστά ανάπτυξης που είχαμε προ χρηματοοικονομικής κρίσης. Η Κίνα, όμως, αντιμετωπίζει την κατάσταση με ρεαλισμό: δεν είναι προστατευμένη από τις εξελίξεις σε άλλα μέρη του πλανήτη και, όπως όλες οι χώρες, δεν έχει το μαγικό ραβδί των αναπτυξιακών κινήτρων για να επιστρέψει στον ρυθμό ανάπτυξης του παρελθόντος.
Οι επιπτώσεις για τον υπόλοιπο κόσμο είναι δυσάρεστες. Οι μεταρρυθμίσεις από την πλευρά της προσφοράς μπορεί να εξασφαλίσουν το μέλλον της Κίνας, για άλλες χώρες όμως,η μεγαλύτερη εστία ανησυχίας είναι η βραχυπρόθεσμη απώλεια της ισχυρής ανόδου στην κινεζική ζήτηση. Πιο ευάλωτες είναι οι γειτονικές χώρες της Κίνας. Η μεγαλύτερη πρόκληση, όμως, θα είναι για τις χώρες που παράγουν εμπορεύματα, οι οποίες μέχρι πρότινος διένυαν περίοδο παχιών αγελάδων με την ισχυρή ζήτηση από Κίνα και τις εύκολες πιστωτικές συνθήκες – χάρη στη Fed. Γι' αυτές τις χώρες το 2013 θα είναι μία δύσκολη χρονιά.
© The Financial Times Limited 2013. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation