Πριν από 2.500 χρόνια η Ελλάδα διαμόρφωσε τη δυτική σκέψη. Πρόσφατα, διαμόρφωσε τον τρόπο αντίδρασης στη χρηματοοικονομική κρίση. Η χώρα υπέστη μία καταστροφή και ο συνεπακόλουθος φόβος άλλων χωρών ότι θα ακολουθήσουν δικαιολόγησε τη λιτότητα. Το αποτέλεσμα ήταν μία αναιμική ανάκαμψη από την ύφεση της κρίσης, κυρίως στην ευρωζώνη και στη Βρετανία. Η Ελλάδα, δυστυχώς, αντιμετώπισε τη λάθος κρίση στη λάθος στιγμή.
Ο Simon Wren-Lewis του πανεπιστημίου της Οξφόρδης αφηγείται την ιστορία σε μία εξαιρετική ανάρτησή του σε blog. Στηρίζεται σε μία κρίσιμη αξιολόγηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για το πρόγραμμα της Ελλάδας που συμφωνήθηκε το Μάιο του 2010.
Ιδού η περίληψη της αναφοράς για τις αποτυχίες που καταγράφηκαν: «Δεν αποκαταστάθηκε η αξιοπιστία έναντι των αγορών. Το τραπεζικό σύστημα έχασε το 30% των καταθέσεών του και η οικονομία βυθίστηκε σε πολύ βαθύτερη ύφεση από ό,τι αναμενόταν με πολύ μεγάλη ανεργία. Το δημόσιο χρέος παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα και τελικά έπρεπε να αναδιαρθρωθεί, με παράπλευρές απώλειες για τους ισολογισμούς των τραπεζών που αποδυναμώθηκαν και από την ύφεση. Η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε κάπως λόγω της μείωσης των μισθών, αλλά οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναβλήθηκαν και τα κέρδη σε επίπεδο παραγωγικότητας αποδείχθηκαν απατηλά».
Ενώ το πρόγραμμα προέβλεπε ύφεση 5,5% την περίοδο 2009-2012, το αποτέλεσμα ήταν να μειωθεί το ΑΕΠ κατά 17%. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η πραγματική ιδιωτική ζήτηση μειώθηκε κατά 33% από το πρώτο τρίμηνο του 2008 μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2013, ενώ η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 27% του εργατικού δυναμικού.
Η μόνη δικαιολογία για τέτοια ύφεση είναι πως απαιτείται τεράστια μείωση της παραγωγής και παράλληλη αύξηση της ανεργίας για να επιβληθούν οι απαιτούμενες μειώσεις στο συγκριτικό κόστος σε μία χώρα που είναι μέλος μιας συναλλαγματικής ένωσης. Δεδομένου ότι οι Έλληνες θέλουν να παραμείνουν εντός ευρωζώνης θα πρέπει να επωμιστούν τον «πόνο».
Ακόμη κι αυτό όμως δεν μπορεί να δικαιολογήσει μία πλευρά του προγράμματος. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υποτίθεται ότι μπορεί να δανείζει μία χώρα, μόνο εάν το χρέος της είναι βιώσιμο. Αυτό, όμως, δεν ίσχυσε όπως επεσήμαναν αρκετοί σχολιαστές εκείνη τη χρονική περίοδο. Αντί να γίνει βιώσιμο το χρέος, το πρόγραμμα απλώς επέτρεψε σε αρκετούς ιδιώτες πιστωτές να γλιτώσουν αλώβητοι. Στο τέλος, επεβλήθη κούρεμα χρέους στους ιδιώτες πιστωτές. Παρ' όλα αυτά, το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει, αδιαμφισβήτητα, σε πολύ υψηλά επίπεδα: το ΔΝΤ προβλέπει ότι θα πλησιάσει το 2020 το 120% του ΑΕΠ. Το υπερβολικό χρέος καθιστά δύσκολη για την Ελλάδα την επιστροφή στις αγορές σε μία υγιή οικονομική κατάσταση. Η χώρα εξακολουθεί να χρειάζεται βαθύτερη μείωση του χρέους.
Όλα αυτά υποδηλώνουν θλιβερά στοιχεία για την «πολιτικοποίηση» του ΔΝΤ και για την ανικανότητα της ευρωζώνης να δράσει προς το συμφέρον των πιο αδύναμων μελών της. Η ελληνική κρίση, όμως, δυστυχώς, έχει και δύο παγκόσμια αποτελέσματα:
Πρώτον, εντός της ευρωζώνης, το γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που αντιμετώπισε προβλήματα έδωσε βαρύτητα στην άποψη των βορειοευρωπαίων ότι η κρίση ήταν δημοσιονομική. Η Ελλάδα, πράγματι, ήταν περίπτωση αξιοσημείωτης δημοσιονομικής σπατάλης, με καθαρό δημόσιο χρέος που ξεπερνούσε το 100% του ΑΕΠ ακόμη και προ της κρίσης.
Σε άλλα μέρη, όμως, η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική: ο ιδιωτικός δανεισμός ήταν η ρίζα του προβλήματος στην Ιρλανδία και στην Ισπανία και –σε μικρότερο βαθμό– στην Πορτογαλία. Το δημόσιο χρέος της Ιταλίας ήταν υψηλό, αλλά όχι λόγω πρόσφατης σπατάλης. Αποφασίζοντας ότι η κρίση ήταν κατά κύριο λόγο δημοσιονομική, οι αξιωματούχοι αγνόησαν την αλήθεια, ότι η βασική αιτία της αποδιοργάνωσης ήταν ο ανεύθυνος διακρατικός δανεισμός, για τον οποίο οι χορηγοί της πίστωσης είναι αδιαμφισβήτητα εξίσου υπεύθυνοι με εκείνους που έπαιρναν τα δάνεια. Εάν είχε γίνει κατανοητή η ευθύνη και των δύο πλευρών – δανειστών και οφειλετών – τότε τα ηθικά επιχειρήματα για τη διαγραφή χρεών θα ήταν πιο σαφή.
Δεύτερον, η ελληνική κρίση φόβισε τους αξιωματούχους παντού. Αντί να επικεντρώσουν τις προσπάθειές στην αντιμετώπιση της κατάρρευσης του χρηματοοικονομικού κλάδου και στη μείωση του υπερβολικού ιδιωτικού χρέους, που ήταν οι βασικές αιτίες της κρίσης, επικεντρώθηκαν στα δημοσιονομικά ελλείμματα. Αυτά, όμως, ήταν κυρίως σύμπτωμα της κρίσης, αν και -εν μέρει- επίσης θα μπορούσαν επίσης να είναι η κατάλληλη πολιτική απάντηση σε αυτή.
Όπως επεσήμανα τον Ιούνιο του 2010, λίγο μετά το πρώτο ελληνικό πρόγραμμα, οι ηγέτες του G20, στη συνάντησή τους στο Τορόντο, αποφάσισαν να ανατρέψουν τις αναπτυξιακές προσπάθειες διακηρύσσοντας ότι «οι προηγμένες οικονομίες δεσμεύθηκαν σε δημοσιονομικά σχέδια που τουλάχιστον θα μειώσουν τα ελλείμματα μέχρι το 2013». Ακολούθησε απότομη σύσφιγξη. Οι αξιωματούχοι δικαιολόγησαν τη στροφή με ακαδημαϊκές εκθέσεις. Η άποψη ότι η δημοσιονομική συρρίκνωση θα μπορούσε να είναι επεκτατική ήταν μία ενθάρρυνση. Η άποψη ότι η ανάπτυξη θα μπορούσε να μειωθεί εάν το δημόσιο χρέος ήταν πολύ υψηλό ήταν προειδοποίηση.
Αυτό που μέχρι τα μέσα του 2010 έμοιαζε με επιταχυνόμενη ανάκαμψη από τον εφιάλτη της Μεγάλης Ύφεσης ματαιώθηκε, κυρίως στη Βρετανία και στην ευρωζώνη. Η μεγαλύτερη επιτυχία που κατέγραψαν οι ΗΠΑ επιβιώνοντας από τη λιτότητα ενδεχομένως να οφείλεται στο πιο επιθετικό ξεκαθάρισμα του χρηματοοικονομικού κλάδου, στη μεγαλύτερη αποδοχή της απομόχλευσης από τα νοικοκυριά και στην πιο επιθετική νομισματική πολιτική συγκριτικά με εκείνη της ευρωζώνης.
Εάν οι τελευταίες προβλέψεις του ΟΟΣΑ είναι σωστές, το ΑΕΠ της ευρωζώνης θα είναι χαμηλότερο το τέταρτο τρίμηνο του 2014 από ό,τι το πρώτο τρίμηνο του 2008 και μόλις 0,7% υψηλότερο από ό,τι το πρώτο τρίμηνο του 2011.
Μόνο η δημοσιονομική πτώση προκάλεσε αυτήν την αδύναμη ανάπτυξη; Βεβαίως όχι. Απομάκρυνε, όμως, το απαραίτητο αντιστάθμισμα στις δυνάμεις συρρίκνωσης που προήλθαν από τους ιδιωτικούς κλάδους οι οποίοι επλήγησαν από την κρίση.
Η ιστορία γίνεται ακόμη πιο θλιβερή εάν αναλογιστεί κανείς ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξελιχθούν τα πράγματα έτσι. Αρχικά μπορεί να έμοιαζε λογικό να φοβάται κανείς ότι η ελληνική κρίση ήταν το πρώτο ξέσπασμα μιας δημοσιονομικής κρίσης με μορφή πανδημίας. Σύντομα, όμως, έγινε σαφές ότι οι χώρες με τα δικά τους ελεύθερα συναλλασσόμενα νομίσματα μπορούσαν ακόμη να πουλήσουν δημόσιο χρέος με πολύ χαμηλό κόστος. Αυτό έγινε εν μέρει λόγο της «ποσοτικής χαλάρωσης» των κεντρικών τραπεζών. Οι κυβερνήσεις που είχαν δικές τους κεντρικές τράπεζες είχαν ένα βαθμό ελευθερίας στη διαχείριση της αντίδρασης σε μία χρηματοοικονομική κρίση. Γι' αυτές τις χώρες η ώρα για ταχεία διαρθρωτική δημοσιονομική σύσφιγξη έρχεται μόνο αφού αρχίσει ο ιδιωτικός κλάδος να εξαλείφει τα δικά του δομικά χρηματοοικονομικά πλεονάσματα. Κι αυτό δεν θα γινόταν τόσο σύντομα μετά την κρίση. Θα απαιτούσε επίσης αναδιάρθρωση του χρηματοοικονομικού κλάδου και διαγραφές του υπερβολικού ιδιωτικού χρέους.
Με λίγα λόγια, η ελληνική κρίση αποδείχθηκε τριπλή καταστροφή. Καταστροφή για τους ίδιους τους Έλληνες, καταστροφή για την κοινή άποψη που επικράτησε ως προς την κρίση εντός της ευρωζώνης και καταστροφή από τη δημοσιονομική πολιτική παντού. Το αποτέλεσμα ήταν η στασιμότητα, αν όχι χειρότερα, ειδικότερα στην Ευρώπη.
Σήμερα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι τεράστιες μειώσεις της παραγωγής συγκριτικά με την τάση προ κρίσης μπορεί να μην ανακτηθούν ποτέ. Κι όμως, η αντίδραση των αξιωματούχων δεν ήταν να αναγνωρίσουν τα λάθη τους, αλλά να επαναπροσδιορίσουν την αποδεκτή απόδοση σε νέα, χαμηλότερα επίπεδα.
Είναι μία θλιβερή ιστορία...
© The Financial Times Limited 2013. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation