Θολή η επόμενη μέρα των τραπεζών

Είναι πλέον σαφές πως η χρηματοοικονομική κρίση του 2008, η χειρότερη των τελευταίων 80 ετών, δεν έχει τελειώσει. Αντιθέτως, πλήττει τώρα τα κρατικά χρέη. Τα διλήμματα και τα αδιέξοδα για την αντιμετώπιση της κρίσης.

  • Patrick Jenkins, Brooke Masters και Tom Braithwaite
Θολή η επόμενη μέρα των τραπεζών
Τρία χρόνια μετά τη χειρότερη χρηματοοικονομική κρίση των τελευταίων 8 δεκαετιών, είναι πιο ξεκάθαρο από ποτέ ότι η κρίση, που πολλοί θεώρησαν ότι τελείωσε πριν από δύο χρόνια, συνεχίζεται και -κατά κάποιον τρόπο- εντείνεται στις ΗΠΑ και στην ευρωζώνη. Επιχειρηματίες και πολιτικοί αναφέρουν πως η πίστωση είτε δεν υπάρχει είτε είναι πολύ ακριβή. Οι τράπεζες διαμαρτύρονται ότι οι πιέσεις στην κερδοφορία τους είναι τόσο έντονες ώστε οι επενδυτές τις εγκαταλείπουν. Οι αξιωματούχοι, εγκλωβισμένοι στη μέση, αναρωτιούνται εάν η φυσική αντιμετώπιση της κρίσης -η θέσπιση νέων κανόνων- θα οδηγήσει πραγματικά σε ένα πιο ισχυρό σύστημα ή αντιθέτως θα εντείνει τα υπάρχοντα προβλήματα μιας εύθραυστης οικονομίας.

Οι αξιωματούχοι στράφηκαν σε μία δέσμη κανόνων για το ύψος των ιδίων κεφαλαίων και τη ρευστότητα των χρηματοοικονομικών οργανισμών. Αν και σε μεγάλο βαθμό πρόκειται για τους κανόνες που έθεσε η επιτροπή της Βασιλείας, της νέας εποπτικής αρχής που θα αναλάβει το 2019, αναλυτές και επενδυτές ασκούν πιέσεις για ταχύτερη εφαρμογή των μέτρων. Το ρητό τους τα τελευταία δύο χρόνια είναι απλό: όσο υψηλότερη η κεφαλαιακή επάρκεια τόσο το καλύτερο.

«Είναι αρκετά σαφές ότι το τραπεζικό σύστημα σήμερα είναι αρκετά ασφαλέστερο από ό,τι ήταν πριν από μερικά χρόνια», δήλωσε ο κ. Bob Penn, της νομικής εταιρίας Allen & Overy, και αναρωτήθηκε: «Είναι οι κινήσεις των εποπτικών αρχών ή απλώς η αντίδραση των αγορών στην κρίση;».

Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι υπάρχει και δεύτερο κύμα στην κρίση. Το άμεσο κόστος που δημιουργήθηκε από τις κυβερνήσεις πριν από τρία χρόνια για τη στήριξη των τραπεζών, σε συνδυασμό με το έμμεσο κόστος της οικονομικής επιβράδυνσης, κάνει αισθητή την παρουσία του στο υπέρογκο χρέος στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Αυτό τροφοδοτείται εκ νέου στο ακόμη ευάλωτο τραπεζικό σύστημα, καθώς μέρος από το μέχρι πρότινος ασφαλές χαρτοφυλάκιο των τραπεζών σε κρατικά ομόλογα έχει συρρικνωθεί.

Το τελεσίγραφο της Παρασκευής για τους ιδιώτες επενδυτές που μετέχουν στο ελληνικό πρόγραμμα εθελοντικής ανταλλαγής κρατικών ομολόγων μπορεί να πυροδοτήσει έναν ακόμη γύρο απαισιοδοξίας στην ευρωζώνη. Οι τραπεζίτες προβλέπουν ότι ο στόχος συμμετοχής του 90% των ιδιωτών επενδυτών δεν θα επιτευχθεί, γεγονός που μπορεί να διακυβεύσει την επόμενη δόση του πακέτου στήριξης για την Ελλάδα εάν οι πολιτικοί κρίνουν ότι το βάρος δεν κατανέμεται δίκαια.

Οι αγορές είναι τόσο ευπαθείς που ορισμένοι αξιωματούχοι αναγκάζονται να αναρωτηθούν κατά πόσον πρέπει να ακολουθηθεί σκληρή στάση. Ο κ. Andrew Haldane, ανώτατος αξιωματούχος της Τράπεζας της Αγγλίας, εξήρε τον προηγούμενο μήνα τον τρόπο χειρισμού των τραπεζών κατά τη δεκαετία του 1930 από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Franklin Roosevelt, ειδικότερα όσον αφορά στη χαλάρωση των κανόνων κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, που επιτυχώς οδήγησε σε αύξηση του δανεισμού.

Οι τραπεζίτες συμφωνούν, γεγονός το οποίο βεβαίως δεν προκαλεί έκπληξη. Επισημαίνουν, επί παραδείγματι, ότι ο παραδοσιακός ρόλος των πιστωτών -της διαμεσολάβησης ανάμεσα στις αγορές κεφαλαίου και στις δανειζόμενες επιχειρήσεις- μπορεί να μην είναι πλέον οικονομικά βιώσιμος, καθώς η πιστοληπτική τους ικανότητα έχει υποβαθμιστεί τόσο πολύ από τους οίκους αξιολόγησης. «Στις μέρες μας, πολλές τράπεζες έχουν υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης από τις επιχειρήσεις. Αυτό καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη δανειοδότηση των επιχειρήσεων», δήλωσε ο κ. Ulf Riese, οικονομικός διευθυντής της σουηδικής Handelsbanken.

Όσον αφορά στις εταιρίες blue chip, οι οποίες έχουν εύκολη πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων από μόνες τους, η κατάσταση αυτή μπορεί να αποτελεί πρόβλημα μόνο για τις τράπεζες. Τα δάνεια, άλλωστε, είναι προϊόν που καταγράφει ζημίες, αλλά δίνει στον πιστωτή μια τέτοια σχέση με τον πελάτη του και τη βάση για να του πουλήσει άλλες, πιο επικερδείς υπηρεσίες.

Για τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις, όμως, αυτό το κενό χρηματοδότησης δημιουργεί ένα πραγματικό πρόβλημα, τόσο οικονομικό όσο και πολιτικό. Ο δανεισμός των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, ο οποίος πρέπει να καλύπτεται και από αυστηρότερους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας, είναι ένα θέμα ιδιαίτερα κρίσιμο για την Ευρώπη, όπου το μεγαλύτερο μέρος της απασχόλησης αντιστοιχεί σε μικρότερες επιχειρήσεις.

Ορισμένοι αξιωματούχοι εκτιμούν ότι θα πρέπει να συνεχιστούν οι πιέσεις στον τραπεζικό κλάδο, περιορίζοντας, επί παραδείγματι, τα μερίσματα προς τους μετόχους μέχρις ότου βελτιωθεί η κεφαλαιακή επάρκεια από τα κέρδη που παρακρατούνται.

«Ο μόνος τρόπος για να υπάρξει μακροπρόθεσμη ευημερία είναι να στηρίξουμε τη βελτίωση του χρηματοοικονομικού συστήματος», δηλώνει ο κ. Paul Tucker, αναπληρωτής διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, και συμπληρώνει: «Εάν οι Αρχές δεν πίεζαν προς την κατεύθυνση της αύξησης των κεφαλαίων των τραπεζών, θα ήμασταν σε χειρότερη θέση».

Το Institute of International Finance, πάντως, το οποίο εκπροσωπεί σε διεθνές επίπεδο τον χρηματοοικονομικό κλάδο, εκτιμά ότι η συμμόρφωση με τους νέους κανόνες θα αναγκάσει τους χρηματοοικονομικούς ομίλους να βρουν επιπλέον ίδια κεφάλα 1,3 τρισ. δολ. Προβλέπει, επίσης, ότι ο αντίκτυπος θα είναι η αύξηση των επιτοκίων στα δάνεια κατά 3,6 ποσοστιαίες μονάδες στην πενταετία και η μείωση του ΑΕΠ κατά 3,2 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το 2015.

Εκείνοι που τάσσονται υπέρ μιας πιο ήπιας προσέγγισης έχουν και ένα άλλο επιχείρημα: ότι υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν νέες στρεβλώσεις, εξίσου επικίνδυνες με τις αιτίες που μας οδήγησαν στη χρηματοοικονομική κρίση του 2008.

Ο κ. Jan Hommen, διευθύνων σύμβουλος της ING, δηλώνει πως το κυνήγι των τραπεζών θα φέρει στην επιφάνεια «σκιώδεις» οργανισμούς, από hedge funds μέχρι εταιρίες του βιομηχανικού κλάδου που θα επεκταθούν στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. «Φοβάμαι ότι οι εποπτικά ελεγχόμενες κεφαλαιαγορές -που είναι η κινητήριος δύναμη της οικονομίας- θα ελέγχονται πολύ σκληρά», αναφέρει και συμπληρώνει: «Οι αξιωματούχοι βασικά λένε: ας πάμε προς τα εκεί γιατί είναι φθηνότερο. Κανένας, όμως, δεν ελέγχει τους νέους κινδύνους». Οι αξιωματούχοι έχουν δεσμευτεί να εξετάσουν αυτήν τη σκιώδη αγορά, αλλά ακόμη δεν έχουν παρουσιάσει κάποια εκτίμηση.

Η οργή των φορολογουμένων για τα μέτρα στήριξης των τραπεζών του 2008 περιορίζει παράλληλα τις διαθέσιμες επιλογές. Η Fed, επί παραδείγματι, δεν μπορεί να κατευθύνει άμεσο δανεισμό σε έναν μόνο οργανισμό.
© The Financial Times Limited 2011. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v