Οι αγορές "βροντοφωνάζουν"

Ο ανεπτυγμένος κόσμος κάνει τα ίδια λάθη με την Ιαπωνία καθώς προχωρά σε σύσφιγξη της δημοσιονομικής πολιτικής. Όμως, το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η διεθνής οικονομία είναι η μείωση των δαπανών.

  • Martin Wolf
Οι αγορές βροντοφωνάζουν
Τι πρέπει να γίνει για να λυθεί η κρίση; Για να βρούμε την απάντηση χρειάζεται να ακούσουμε τις αγορές. Οι οποίες λένε «σας παρακαλούμε, δανειστείτε και ξοδέψτε». Ακόμη και όσοι διατείνονται ότι λειτουργούν βάσει των αγορών αγνοούν αυτήν την έκκληση. Επιμένουν ότι ο βασικός κίνδυνος είναι η κατάρρευση της δημοσιονομικής θέσης.

Η HSBC προβλέπει ότι οι οικονομίες των ανεπτυγμένων χωρών θα αναπτυχθούν μόλις 1,3% φέτος και 1,6% το 2012. Οι αγορές ομολόγων είναι πιο δυσοίωνες. Η απόδοση του 10ετούς Treasury υποχώρησε τη Δευτέρα στο 1,98%, στο χαμηλότερο επίπεδο 60 ετών. Η απόδοση των γερμανικών ομολόγων υποχώρησε στο 1,85% και των βρετανικών στο 2,5%. Οι αποδόσεις, με άλλα λόγια, υποχωρούν ταχύτατα προς ιαπωνικά επίπεδα.

Μήπως τρελάθηκαν οι αγορές; Η λαϊκή σοφία απαντά «ναι», γιατί ο βασικός κίνδυνος δεν είναι η οικονομική ύφεση, αλλά η χρεοκοπία. Εάν, όμως, είναι τόσο λάθος η αποτίμηση των κυβερνητικών ομολόγων από τις αγορές, τότε γιατί πρέπει να τις παίρνουμε στα σοβαρά;

Τα τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα της σημερινής εποχής, ειδικότερα σε χώρες όπου «χτύπησε» η χρηματοοικονομική κρίση, δεν είναι αποτέλεσμα προμελετημένων κινήτρων κεϊνσιανού τύπου. Ακόμη και στις ΗΠΑ, τα ανεπαρκή και με κακή στόχευση αναπτυξιακά μέτρα αντιστοιχούν σε ποσοστό μικρότερο του 6% του ΑΕΠ ή, στη χειρότερη περίπτωση, στο ένα πέμπτο του πραγματικού ελλείμματος της τελευταίας τριετίας.

Τα ελλείμματα είναι πρωτίστως αποτέλεσμα της κρίσης. Οι κυβερνήσεις άφησαν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα να αυξηθούν, καθώς ο ιδιωτικός κλάδος προχωρούσε σε δραματική συρρίκνωση δραστηριοτήτων. Εάν είχαμε προσπαθήσει να αποφύγουμε τα ελλείμματα, θα είχαμε οδηγηθεί στην καταστροφή. Όπως υποστηρίζει και ο κ. Richard Koo της Nomura Research, τα δημοσιονομικά ελλείμματα βοήθουν στην απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει τώρα στις ΗΠΑ και στη Βρετανία. Στις ΗΠΑ, τα νοικοκυριά άρχισαν να καταγράφουν πλεονάσματα όταν έπεσαν οι τιμές των ακινήτων και οι επιχειρήσεις έγιναν πλεονασματικές ενώ σοβούσε η κρίση. Οι ξένοι εξακολουθούσαν να παρέχουν κεφάλαια. Έτσι, η κυβέρνηση ανέλαβε τον ρόλο του έσχατου πιστωτή. Η εικόνα στη Βρετανία δεν διαφέρει πολύ. Μόνη εξαίρεση αποτελεί το γεγονός ότι ο επιχειρηματικός τομέας κατέγραφε μονίμως πλεόνασμα.

Οσο ο ιδιωτικός κλάδος και ο εξωτερικός κλάδος καταγράφουν μεγάλα πλεονάσματα (παρά τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια), ορισμένες κυβερνήσεις εύκολα θα δανείζονται. Το μόνο ερώτημα είναι: Ποιες κυβερνήσεις ακριβώς; Οι επενδυτές φαίνεται πως επιλέγουν μία κυβέρνηση ανά συναλλαγματική περιοχή: την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ στην περιοχή του δολαρίου, τη Βρετανία στη ζώνη της στερλίνας και τη γερμανική κυβέρνηση στη ζώνη του ευρώ.

Όσο μεγαλύτερα τα πλεονάσματα στον ιδιωτικό κλάδο (και κατά συνέπεια όσο μεγαλύτερα τα δημοσιονομικά ελλείμματα που δημιουργούνται) τόσο ταχύτερα μπορεί να αποπληρωθούν τα χρέη. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα, κατά συνέπεια, είναι θετικά σε περίοδο συρρίκνωσης του ιδιωτικού τομέα, όχι μόνο επειδή στηρίζουν την οικονομία, αλλά επειδή προωθούν την επώδυνα αργή εξυγίανση.

Μία ένσταση -που διατύπωσε και ο κ. Kenneth Rogoff- είναι πως οι ιδιώτες, φοβούμενοι αύξηση της φορολογίας στο μέλλον, θα συγκρατήσουν τις δαπάνες τους. Δεν πείθομαι. Οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών μειώθηκαν στην Ιαπωνία. Υπάρχει, όμως, μία καλή απάντηση: χρησιμοποιήστε φθηνά κεφάλαια για να χρηματοδοτήσετε τη μελλοντική ανάπτυξη πλούτου και κατά συνέπεια τη βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης μακροπρόθεσμα.

Είναι αδιανόητο πιστοληπτικά αξιόπιστες κυβερνήσεις να μην μπορούν να απολαύσουν αποδόσεις μεγαλύτερες από το αμελητέο κόστος του δανεισμού, είτε πρόκειται για μονομερείς επενδύσεις του Δημοσίου είτε σε συνδυασμό με τον ιδιωτικό τομέα. Εξίσου αδιανόητο είναι το γεγονός ότι ο κρατικός δανεισμός -που σχεδιάστηκε για να επιταχυνθούν η μείωση του χρέους του ιδιωτικού τομέα, η αναδιάρθρωση των κεφαλαίων των τραπεζών και η πρόβλεψη για άμεση κατάρρευση των δαπανών- δεν μπορεί να αποφέρει απόδοση μεγαλύτερη του κόστους.

Μία ακόμη αξιοσημείωτη ένσταση είναι πως η ανάπτυξη επιβραδύνεται απότομα όταν το δημόσιο χρέος ξεπεράσει το 90% του ΑΕΠ. Αυτή η στατιστική σχέση, όμως, δεν είναι θέσφατο. Το 1815, το δημόσιο χρέος της Βρετανίας είχε αγγίξει το 260% του ΑΕΠ. Τι έγινε μετά; Η βιομηχανική επανάσταση.

Αυτό που έχει σημασία είναι πώς χρησιμοποιείται αυτό το χρέος. Σε αυτήν τη φάση θα πρέπει να εξετάσουμε και τις εναλλακτικές. Εάν το δημόσιο έλλειμμα μειωθεί απότομα, τότε θα πρέπει να μειωθούν και τα άλλα πλεονάσματα της οικονομίας. Το ερώτημα είναι πώς η εξέλιξη αυτή θα είναι συμβατή με την ταχεία απομόχλευση και την αύξηση των δαπανών. Κατά την άποψή μου, κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Ένα πιο πιθανό αποτέλεσμα, υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι χρεοκοπία, μείωση των κερδών, πλήγμα για τις τράπεζες και νέα ύφεση. Αυτό θα συμβεί εάν η σημερινή συγκρατημένη ύφεση σταματήσει να είναι συγκρατημένη.

Ο κίνδυνος είναι επικίνδυνα ορατός στην ευρωζώνη. Πολλά μπορεί να πει κανείς για τα όσα υποστηρίζει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών κ. Wolfgang Schaeuble. Δύο από τα επιχειρήματά του ξεχωρίζουν. Πρώτον, ότι είναι αδύνατον τόσο για τις κυβερνήσεις όσο και για τον ιδιωτικό τομέα να πληρώσουν τα χρέη τους εάν δεν καταγράφουν παράλληλα εξωτερικά πλεονάσματα. Και τι κάνει η Γερμανία για να προσαρμοστεί σε αυτήν την πραγματικότητα; Σχεδόν τίποτα.

Δεύτερον, εντός μιας νομισματικής ένωσης, μία μεγάλη χώρα με πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα πρέπει να χρηματοδοτεί άλλα ελλείμματα. Εάν δεν το κάνει ο ιδιωτικός τομέας, θα πρέπει να το πράξει ο δημόσιος. Σε αντίθετη περίπτωση, οι εταίροι αυτής της χώρας θα χρεοκοπήσουν και οι οικονομίες τους θα καταρρεύσουν, πλήττοντας τις εξαγωγές της ίδιας της χώρας. Προς το παρόν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσφέρει μεγάλο μέρος της αναγκαίας χρηματοδότησης. Ο κ. Schaeuble θέλει πραγματικά να σταματήσει αυτή η πρακτική;

Αντίθετα από τα όσα λέγονται, η δημοσιονομική πολιτική δεν έχει εξαντληθεί. Αυτό υποστήριξε και η κ. Christine Lagarde, η νέα γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, μιλώντας τον προηγούμενο μήνα στο συνέδριο του Jackson Hole. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να συνδυαστεί ο δανεισμός με φθηνά κεφάλαια τώρα με δαπάνες που θα αποφέρουν αξιόπιστες αποδόσεις αργότερα. Το ίδιο πρέπει να γίνει και στις πλεονασματικές χώρες.

Γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι ο ανεπτυγμένος κόσμος κάνει τα ίδια λάθη με την Ιαπωνία, καθώς προχωρά σε σύσφιγξη της δημοσιονομικής πολιτικής σε φάση επιβράδυνσης και μάλιστα με πιο επικίνδυνες επιπτώσεις σε διεθνή κλίμακα. Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού.

Και δεν χρειάζεται μόνο αναθεώρηση της δημοσιονομικής πολιτικής. Η νομισματική πολιτική επίσης παίζει σημαντικό ρόλο. Όπως επίσης και οι μεταρρυθμίσεις, ειδικότερα οι αλλαγές ως προς τη φορολόγηση, που αποτελούν κίνητρο επένδυσης.

Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η διεθνής οικονομία είναι μείωση δημοσίων δαπανών από τις πιστοληπτικά αξιόπιστες κυβερνήσεις. Οι αγορές βροντοφωνάζουν αυτήν την αλήθεια. Πρέπει να τις ακούσουμε.


© The Financial Times Limited 2011. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v