Δεν είναι καν είδηση για τον κόσμο στη Βαρκελώνη και στο Λονδίνο, και πριν από αυτούς για τους πολίτες σε Παρίσι και Βρυξέλλες, στην Κωνσταντινούπολη και στην Άγκυρα, την Αγία Πετρούπολη και τη Στοκχόλμη ή την Νίκαια και το Βερολίνο, ότι οι τζιχαντιστές που έχουν εμπνευστεί και ξεσηκωθεί από το Ισλαμικό Κράτος μπορούν να τρομοκρατούν τις πόλεις τους, ακόμη και αν δυνάμεις ανακαταλάβουν τα προπύργια του ISIS στη Μοσούλη, στη Ράκα και, πλέον, στην Ντέιρ αλ Ζορ.
Το χαλιφάτο του Ισλαμικού Κράτους, με όλη του την τερατώδη κενοδοξία, θα αφανιστεί. Αλλά ο τζιχαντισμός, με όλη του την αιματοβαμμένη και δογματική απλότητα, φαίνεται ότι έχει ένα εκρηκτικό μέλλον.
Επιθέσεις όπως εκείνη του περασμένου μήνα στη Λα Ράμπλας της Βαρκελώνης ή στο Ουεστμίνστερ και στη Γέφυρα του Λονδίνου, δεν είναι φυσικά κάτι νέο -ούτε απλά μια στρατηγική απάντηση στις εδαφικές ήττες στη Συρία, στο Ιράκ και αλλού. Το Ισλαμικό Κράτος ίσως είναι το πρώτο σύγχρονο, σουνιτικό τζιχαντιστικό κίνημα που έχει ιδρύσει δικό του κράτος. Αλλά πάντα ενθαρρύνει τους οπαδούς του να κάνουν χρήση της πλήρους γκάμας παράτυπων πολεμικών επιχειρήσεων, από κλασική τρομοκρατία μέχρι επιθέσεις με τη χρήση αυτοκινήτων, φορτηγών και μαχαιριών. Ο κόσμος θα δει πλέον κι άλλα τέτοια, καθώς οι τζιχαντιστές υποχωρούν στις περιφερειακές σουνιτικές αραβικές πόλεις και φυλές, και θα χτίζουν τα παγκόσμια δίκτυά τους και τα τοπικά παρακλάδια.
Να διαπιστώσουμε αξιόπιστα το πόσοι είναι, είναι δύσκολο. Αλλά έχει αξία να θυμόμαστε πως ο προκάτοχος του ISIS, το ιρακινό κεφάλαιο της Αλ Κάιντα που δημιουργήθηκε από τον αιματηρό Αμπού Μουσάμπ Αλ Ζαρκάουι, σχεδόν καταστράφηκε το 2007-2009 από την επίθεση του αμερικανικού στρατού και την εξέγερση των σουνιτικών φυλών του κεντρικού και του δυτικού Ιράκ.
Αφότου αναστήθηκε ενόσω η Συρία βυθιζόταν στην αιματηρή σφαγή και εξασφάλισε νέα ραχοκοκαλιά συμμαχώντας με τα σουνιτικά, εθνοφυλετικά απομεινάρια του κόμματος Μπάαθ και του στρατού του Σαντάμ Χουσεΐν, το Ισλαμικό Κράτος επέστρεψε δριμύτερο στο Ιράκ και θέσπισε το χαλιφάτο του, πέντε χρόνια αργότερα. Μπορεί να αναστηθεί ξανά σα φοίνικας;
Ο πόλεμος στη Συρία, πλέον στην έβδομη χρονιά του, έχει καταστήσει το Ισλαμικό Κράτος -στην ουσία του Ιρακινό- πολύ μεγαλύτερο φαινόμενο σε σχέση με τον προκάτοχό του. Ωστόσο το ερώτημα εκτείνεται πέραν του Ισλαμικού Κράτους. Η Χαγιάτ Ταρίρ ας Σαμ, η τελευταία οργάνωση του κινήματος Τζαμπάτ αλ Νούσρα που γεννήθηκε από την Αλ Κάιντα, πλέον αναπτύσσει έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς στη Συρία.
Αν και μεγάλο κομμάτι των ισχυρών δυνάμεων -εκτιμώνται στις 30.000- της Ταρίρ ας Σαμ, είναι εγκλωβισμένο στην επαρχία Ιντλίμπ στο Βορρά, έχουν προσαρτήσει με επιτυχία τις περισσότερες ομάδες σαλαφιστών μαχητών, έχουν υπό τον έλεγχό τους μια μακρά λωρίδα στα βορειοδυτικά σύνορα με την Τουρκία, έχουν άφθονη προσφορά σε βομβιστές αυτοκτονίας και επιδεικνύουν ικανότητες για επιθέσεις. Αντίθετα με τον ISIS, όπως σημειώνει ο Γαλλοσύρος ακαδημαϊκός Φαμπρίς Μπαλάνς, αυτή η ομάδα «κινείται με διακριτικότητα προκειμένου να αποφύγει τοπικούς αντιπάλους» και, πράγμα κρίσιμο, «βασίζεται περισσότερο στις ικανότητες του δικτύου της, αντί της συσσώρευσης εδαφών».
Οι διεθνείς φιλοδοξίες της Ταρίρ ας Σαμ, η οποία σημάδεψε την επιστροφή της σπάζοντας τους δεσμούς με την Αλ Κάιντα, τουλάχιστον επίσημα, δεν είναι σαφείς. Αλλά η δυνατότητά της να αντικαταστήσει το Ισλαμικό Κράτος στις καρδιές εν δυνάμει τζιχαντιστών στο εξωτερικό, είναι εμφανής. Αυτοί οι λεγόμενοι «ντόπιοι» εξτρεμιστές πιθανότατα συνιστούν μεγαλύτερη απειλή σε σύγκριση με τους εθελοντές που επιστρέφουν στην πατρίδα τους, δεδομένου του πόσοι πολλοί από τους τελευταίους έχουν εξαλειφθεί ως αναλώσιμοι στη φαρέτρα των τζιχαντιστών.
Η προοπτική είναι ακόμη πιο σκοτεινή, εφόσον το γεωπολιτικό πλαίσιο έχει σχεδόν σχεδιαστεί για να πυροδοτήσει τη δυσαρέσκεια των σουνιτών που οι τζιχαντιστές μεταλλάσσουν επιδέξια σε απόγνωση.
Η σουνιτική πλειονότητα στη Συρία αισθάνεται προδομένη και η σουνιτική μειονότητα στο Ιράκ, ιστορικά ο ακρογωνιαίος λίθος για την εξουσία, νιώθει εκτοπισμένη. Οι δύο χώρες είναι κατακερματισμένες, πρώτα από την εισβολή στο Ιράκ το 2003 με επικεφαλής τις ΗΠΑ και μετά με τις αναταράξεις από τον ξεσηκωμό των Αράβων μετά το 2011.
Υπάρχει μια διαφωνία στο αν η Συρία και το Ιράκ έχουν φτάσει σε σημείο χωρίς επιστροφή. Αυτό είναι απλά θεωρητικό, εφόσον δεν υπάρχει ένδειξη για οποιαδήποτε διεθνή ή τοπική, ακόμα λιγότερο εσωτερική, συναίνεση στο πώς θα μπορούσαν να «ξανασυναρμολογηθούν». Οι κύριοι εξωτερικοί παίκτες -οι ΗΠΑ και η Ρωσία, το Ιράν και η Τουρκία- κυνηγούν τα δικά τους συμφέροντα, χωρίς να ξέρουν πώς να εμποδίζουν αυτό το καζάνι που βράζει από τη τζιχαντιστική υποκουλτούρα, να αναποδογυριστεί.
Όλοι θέλουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, να ηττηθεί το Ισλαμικό Κράτος. Ωστόσο η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ φαίνεται πως θέλει, η Σαουδική Αραβία, με την εξτρεμιστική ουαχαμπίτικη ιδεολογία της, να εξαπολύσει ένα σουνιτικό τζιχάντ ενάντια στο σιιτικό Ιράν. Για τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, η Συρία είναι η σκηνή στην οποία θα επιστρέψει ως παγκόσμια δύναμη. Το Ιράν και οι σύμμαχοί του στις σιιτικές πολιτοφυλακές του Ιράκ, της Συρίας και του Λιβάνου, σφυρηλατούν ανελέητα έναν άξονα από τα σύνορά του στη Μεσόγειο. Η Τουρκία, ένας αμφιταλαντευόμενος σύμμαχος του ΝΑΤΟ και σχεδόν αχρηστευμένος υποψήφιος για την ΕΕ, έχει πάθει εμμονή με το να σταματήσει τις κουρδικές, αυτοκυβερνώμενες δυνάμεις που έχουν συμμαχήσει με τις ΗΠΑ, από το να εξαπλωθούν σε όλη τη βόρεια Συρία.
Είτε αυτές οι χώρες θα βρουν έναν κοινό παρονομαστή και σκοπό, είτε δεν θα υπάρξει καμία αναβίωση του Ιράκ και της Συρίας, αλλά, αντ’ αυτού θα υπάρξει ένας πλούτος ευκαιριών για την ήδη μολυσματική μάστιγα του μετα-χαλιφάτου τζιχαντισμού.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation