Ο ισχυρισμός ότι οι ΗΠΑ είναι «μια απειλή για την παγκόσμια ειρήνη» έχει κυριαρχήσει στη ρωσική και ιρανική προπαγάνδα για πολλά χρόνια. Για τους πιστούς της δυτικής συμμαχίας είναι οδυνηρή η παραδοχή ότι πλέον υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτή την άποψη. Υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ, οι ΗΠΑ δείχνουν σαν μια επικίνδυνη χώρα.
Την τελευταία εβδομάδα, ο κ. Τραμπ ενεπλάκη σε «πυρηνική» διαμάχη με τη Βόρεια Κορέα, εξέδωσε απειλές για στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Βενεζουέλας και φλέρταρε με ρατσιστές εντός των ΗΠΑ. Προσφέρει το ακριβώς αντίθετο από την σταθερή, προβλέψιμη και ήρεμη ηγεσία που αναζητούν από την Ουάσινγκτον οι σύμμαχοι των αμερικανών.
Οι απειλές του κ. Τραμπ ότι η Βόρεια Κορέα κινδυνεύει να αντιμετωπίσει το «πυρ και τη μανία των ΗΠΑ» ήταν ιδιαίτερα ανεύθυνες. Ακόμη και αν η απειλή είναι μπλόφα, θέτει σε κίνδυνο την αξιοπιστία των ΗΠΑ και ρισκάρει πιθανή κλιμάκωση των εντάσεων από το καθεστώς του Κιμ Γιονγκ Ουν, το οποίο έχει απειλήσει να εκτοξεύσει πυραύλους κοντά στην αμερικανική νήσο του Γκουάμ.
Το ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι η διακυβέρνηση Τραμπ φλερτάρει ανοιχτά με την ιδέα μιας προληπτικής επίθεσης κατά της Βόρειας Κορέας – ισχυριζόμενη ότι ο οπλισμένος με πυρηνικά κ. Κιμ δεν μπορεί να αποτραπεί. Όμως αν οι ΗΠΑ μπορούσαν να βασιστούν στην αποτροπή για να περιορίσουν την πυρηνική απειλή από τη Ρωσία του Στάλιν και την Κίνα του Μάο, σίγουρα μπορεί να κάνει το ίδιο με την Βόρειο Κορέα. Ολοι οι προηγούμενοι Πρόεδροι απέρριπταν την ιδέα της προληπτικής επίθεσης σε χώρες οπλισμένες με πυρηνικά – για ευνόητους λόγους.
Η διεθνής κρίση που τροφοδοτεί ο κ. Τραμπ δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα εσωτερικά προβλήματα της κυβέρνησής του. Η έρευνα του πρώην διευθυντή του FBI Robert Mueller για τη ρωσική παρέμβαση στις αμερικανικές εκλογές πλησιάζει τον εσωτερικό κύκλο συνεργατών του Προέδρου. Το Κογκρέσο είναι μπλοκαρισμένο και στον Λευκό Οίκο συνεχίζεται ο γύρος απολύσεων και συνωμοσιών. Και πλέον, υπάρχει πολιτική βία στους δρόμους, καθώς λευκοί ρατσιστές και νεοναζί επιτίθενται κατά διαδηλωτών στο Charlottesville, ακόμη και δολοφονώντας, ενώ ο Τραμπ εκδίδει διφορούμενες και ασαφείς ανακοινώσεις από ένα γήπεδο γκολφ.
Ο κίνδυνος είναι μια συγχώνευση των πολλαπλών κρίσεων, με τον Πρόεδρο να επιχειρεί να αξιοποιήσει μια διεθνή διαμάχη για να ξεφύγει από τις εσωτερικές δυσκολίες. Μόλις αυτή την εβδομάδα, ο αμφιλεγόμενος σύμβουλος του Λευκού Οίκου Sebastian Gorka, χρησιμοποίησε την κρίση της Βόρειας Κορέας για να πιέσει τους επικριτές του κ. Τραμπ να υποχωρήσουν. «Κατά τη διάρκεια της κρίσης της Κούβας, σταθήκαμε πλάι στον JFK. Αυτή είναι ανάλογη κρίση. Πρέπει να ενωθούμε», δήλωσε.
Το φλερτ του κ. Gorka με την ιδέα ότι η απειλή πολέμου θα μπορούσε να συσπειρώσει τους Αμερικάνους γύρω από τον Τραμπ θα πρέπει να σημάνει συναγερμό σε όσους έχουν ιστορική γνώση. Οι κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν εσωτερικές κρίσεις είναι συχνά επιρρεπείς σε διεθνείς «περιπέτειες». Για παράδειγμα, η γερμανική κυβέρνηση που οδήγησε την Ευρώπη στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο απειλούταν όλο και πιο έντονα από εγχώριους πολιτικούς εχθρούς. Όμως την ημέρα που ξέσπασε ο πόλεμος, ο Κάιζερ ούρλιαζε στα πλήθη: «Δεν αναγνωρίζω πλέον κόμματα ή συμμαχίες. Σήμερα είμαστε όλοι Γερμανοί και αδέλφια». Ή, όπως το έθεσε την προηγούμενη εβδομάδα ο κ. Γκόρκα, «αυτές είναι στιγμές που πρέπει να είμαστε ενωμένοι σαν έθνος».
Οι ηγέτες που υφίστανται έντονες εγχώριες πολιτικές πιέσεις είναι επιπλέον πιο πιθανό να επιδείξουν ανεύθυνη συμπεριφορά. Κατά τη διάρκεια της κρίσης του Γουότεργκειτ, μέλη της κυβέρνησης Νίξον είχαν ζητήσει από το στρατό να επιβεβαιώνει μαζί τους προτού υπακούσει σε μια προεδρική εντολή να ξεκινήσει πυρηνική επίθεση. Δυστυχώς, δεν είναι σαφές αν κάποιος αμερικανός αξιωματούχος –τώρα ή τότε- έχει το δικαίωμα να αμφισβητήσει τον Πρόεδρο αν αποφασίσει να χρησιμοποιήσει πυρηνικά.
Οι εξωτερικοί παρατηρητές, το μόνο που μπορούν να ελπίζουν είναι ότι οι «ενήλικες» στην κυβέρνηση Τραμπ θα καταφέρουν κάπως να ελέγξουν τον Πρόεδρο. Όμως, τουλάχιστον δημόσια, οι αντιδράσεις μετά τις απειλές πολέμου του Τραμπ ήταν εντυπωσιακά αδύναμες, τόσο στο Κογκρέσο, όσο και μέσα στην κυβέρνηση.
Ο σύμβουλος ασφαλείας του Προέδρου ΗR McMaster υπερασπίστηκε τις πολεμοχαρείς δηλώσεις του Τραμπ στη δημόσια τηλεόραση. Ο ίδιος ο McMaster δέχεται επιθέσεις από την πτέρυγα των εθνικιστών μεταξύ των υποστηρικτών του προέδρου, οι οποίοι τον κατηγορούν για την απόλυση συμμάχων τους από το συμβούλιο εθνικής ασφαλείας. Την προηγούμενη εβδομάδα, καθώς εντεινόταν η κρίση με τη Βόρειο Κορέα, το hashtag «απολύστε τον McMaster» γινόταν trend στο Twitter, καθώς οι εθνικιστές εντείνουν τις προσπάθειές τους να απομακρύνουν τον εχθρό τους από τον Λευκό Οίκο. Αυτή η ατμόσφαιρα είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτήν που θα έπρεπε να επικρατεί στο Λευκό Οίκο, καθώς επίκειται ενδεχόμενη πυρηνική εμπλοκή στον Ειρηνικό.
Αυτοί που ελπίζουν ότι το «βαθύ κράτος» των ΗΠΑ θα περιορίσει τον Τραμπ – ή ακόμη και θα επιβάλλει την παραίτησή του- είναι πιθανόν ένοχοι για ευσεβείς πόθους. Η εκδίωξή του από το Οβάλ Γραφείο παραμένει ένας τιτάνιος άθλος που ενδεχομένως να ενέχει ρίσκο μιας περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησης τόσο στην εσωτερική πολιτική, όσο και στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Μια τελευταία ενοχλητική σκέψη είναι ότι η ανάδυση του Τραμπ δείχνει σαν ένα σύμπτωμα ευρύτερης κρίσης στην αμερικανική κοινωνία που δεν θα εξαφανιστεί, ακόμη και όταν ο Τραμπ εγκαταλείψει το Οβάλ Γραφείο.
Η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης για τον μέσο αμερικανό και οι δημογραφικές μετατοπίσεις που απειλούν την πλειοψηφία των λευκών αμερικανών βοήθησαν να δημιουργηθεί η πηγή οργισμένων ψηφοφόρων που εξέλεξαν τον Τραμπ.
Εάν συνδυάσετε το κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο με τους φόβους υποχώρησης των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή και την πολιτική κουλτούρα υπέρ των όπλων και του στρατού, έχετε ένα κοκτέιλ για μια χώρα, η αντίδραση της οποίας στις διεθνείς κρίσεις, ενδέχεται να είναι ολοένα και περισσότερο «οπλισμένη και επικίνδυνη».
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation