Τον Μάιο, η Ελλάδα θα μπει στον όγδοο χρόνο της ως ασθενής στο νοσοκομείο των οικονομικά τραυματισμένων χωρών της ευρωζώνης. Έχοντας ενταχθεί στη νομισματική ένωση της Ευρώπης τον Ιανουάριο του 2001, και έχοντας λάβει την πρώτη από τις τρεις διασώσεις συνολικού ύψους 260 δισ. ευρώ τον Μάιο του 2010, η χώρα οδεύει προς τέταρτη «μετάγγιση» βοήθειας του χρόνου. Εκτός και αν υπάρξουν απόλυτα απίθανες αλλαγές στην πολιτική διαχείρισης της ευρωπαϊκής κρίσης, η Ελλάδα θα κερδίσει την ανεπιθύμητη διάκριση μέχρι τα τέλη του 2019 τού να έχει περάσει μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής της στην ευρωζώνη στην εντατική, παρά εκτός αυτής.
Στον λόγο που έβγαλε το Σάββατο προς το κυβερνών κόμμα του, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ανέφερε ότι η Ελλάδα έχει «κάνει θυσίες στο όνομα της Ευρώπης». Μιλούσε σαν η Ελλάδα να είναι ένας άρρωστος που υποφέρει όχι για χάρη της ανάκτησης της δικής του υγείας, αλλά για να βελτιώσει τη φήμη των γιατρών του. Αυτοί είναι οι σύμβουλοι της ευρωζώνης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που τσακώνονται πάνω απ’ το κρεβάτι της Ελλάδας για το ποια θα είναι η επόμενη θεραπεία που θα συνταγογραφήσουν.
Οι πιστωτές πιθανότατα θα βρουν συμβιβασμό μεταξύ τους και ο ασθενής δεν θα έχει άλλες επιλογές από το να καταπιεί τους όρους τους. Χωρίς μια τέτοια συμφωνία, ο συνδυασμός του εκλογικού ημερολογίου της Ευρώπης και του χρονοδιαγράμματος αποπληρωμής χρεών της Ελλάδας θα βάλουν τη χώρα στη μηχανική υποστήριξη μέχρι τον Ιούλιο. Δύο χρόνια μετά την εμφάνισή του το ταραγμένο καλοκαίρι του 2015, το Grexit, ή η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη, θα επανεμφανιζόταν ως σοβαρή προοπτική. Αυτή θα ήταν η πιο ακραία εγχείρηση όλων, όμως δεν είναι καθόλου αδιανόητη.
Για την αξιολόγηση των δυστυχισμένων χρόνων της Ελλάδας στην ευρωζώνη, οι ιατρικές αλληγορίες αρμόζουν. Διότι το θεμελιώδες ερώτημα είναι αν, στην καρδιά τους, οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης, ή το ΔΝΤ, ή οι πολιτικοί ηγέτες και πολίτες της Ελλάδας, πιστεύουν πως επτά χρόνια δαπανηρής θεραπείας έχουν φέρει σε ακτίνα οπτικής μια γιατρειά.
Αυτό το ερώτημα έχει τρία μέρη. Το πρώτο αφορά στην ικανότητα της χώρας να αποπληρώσει όλο το χρέος της. Το χρέος είναι το ζήτημα το οποίο διχάζει πιο έντονα τους πιστωτές της ευρωζώνης, ιδιαίτερα τη Γερμανία και τους ομοϊδεάτες συμμάχους της Βόρειας Ευρώπης, και το ΔΝΤ. Στην πιο πρόσφατη εκτίμησή του, το Ταμείο δηλώνει ξερά πως το χρέος της Ελλάδας είναι «μη βιώσιμο», προβλέποντας πως με την τρέχουσα τάση θα εκραγεί στο 275% του ΑΕΠ μέχρι το 2060 από 180% σήμερα. Η ουσιαστική ελάφρυνση χρέους είναι ουσιώδης, καταλήγει το ΔΝΤ.
Το Ταμείο δεν προτείνει συγκεκριμένες διαγραφές, γνωστές ως «κουρέματα», από τους επίσημους Ευρωπαίους πιστωτές της Ελλάδας. Αντιθέτως, το ΔΝΤ προβλέπει ένα μείγμα παράτασης των λήξεων και περιόδων χάριτος για τις αποπληρωμές της Ελλάδας, συν πολύ χαμηλά σταθερά επιτόκια επί των δανείων της. Με αυτόν τον τρόπο ο αναμενόμενος κύκλος υψηλότερων παγκόσμιων επιτοκίων δεν θα «πνίξει» τις πιθανότητες ανάκαμψης της Ελλάδας.
Οι αξιωματούχοι της ευρωζώνης απορρίπτουν τη διάγνωση του ΔΝΤ, προτείνοντας κάπως φαιδρά πως ο κορυφαίος οικονομικός θεσμός του κόσμου δεν κατανοεί τους μηχανισμούς των προγραμμάτων διάσωσης της ευρωζώνης. Κατ’ ιδίαν, βεβαίως, όλοι οι ενδιαφερόμενοι γνωρίζουν πως η αντίσταση του μπλοκ στην ελάφρυνση χρέους έχει της ρίζες της στις εθνικές και ευρωπαϊκές πολιτικές. Οι πιστώτριες κυβερνήσεις φοβούνται βίαιες αντιδράσεις κατά τους, ή ακόμα και κατά του ίδιου του ευρώ, αν ποτέ καταλάβουν οι ψηφοφόροι πως δισεκατομμύρια ευρώ που δόθηκαν στην Αθήνα έγιναν «καπνός».
Το δεύτερο μέρος του ερωτήματος σχετίζεται με τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Οι πιστωτές της ευρωζώνης υποστηρίζουν πως η πρόσφατη επιτυχία της Ελλάδας στην εμφάνιση πρωτογενούς πλεονάσματος -εξαιρουμένης, δηλαδή, της πληρωμής τόκων- δείχνει πως τα δημοσιονομικά της χώρας δυναμώνουν χρόνο με τον χρόνο. Τα συνεχή πλεονάσματα θα διατηρήσουν υπό έλεγχο το χρέος. Το ΔΝΤ είναι πιο απαισιόδοξο, λαμβάνοντας υπόψη μια ιστορική τάση των πολιτικών κομμάτων της Ελλάδας να εγκαταλείπουν τη δημοσιονομική πειθαρχία και να δαπανούν αλόγιστα δημόσιο χρήμα σε ευνοούμενους πελάτες και ισχυρές ομάδες συμφερόντων.
Το τρίτο, και αναμφίβολα σημαντικότερο, μέρος του ερωτήματος είναι αν τα προγράμματα διάσωσης ευρωζώνης-ΔΝΤ έχουν βοηθήσει ώστε να εκσυγχρονιστεί το ελληνικό κράτος. Όλοι οι πιστωτές, και πολλοί πολιτικοί της χώρας, εκφράζουν αμφιβολία. Ο ρυθμός είσπραξης φόρων έχει μειωθεί από το 2010, παρά τις προσπάθειες να ενισχυθεί το φορολογικό σύστημα. «Το κράτος της (δημόσιας) διοίκησης και τα συστήματα της υγείας, παιδείας και δικαιοσύνης, είναι στη χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι οποιαδήποτε στιγμή τα τελευταία χρόνια», δηλώνει ο πρώην υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννος Παπαντωνίου.
Η παράλυση της Ελλάδας αναμένεται να συνεχιστεί, όσο οι πιστωτές της ευρωζώνης αρνούνται να δώσουν στην Αθήνα εκτεταμένη ελάφρυνση χρέους, αλλά αρνούνται ταυτόχρονα να κάνουν κάτι άλλο δυσάρεστο, δηλαδή να αφήσουν τη χώρα να φύγει από τη νομισματική ένωση. Η έλλειψη αποφασιστικής ώθησης προς οποιαδήποτε κατεύθυνση δημιουργεί περιθώριο στην Ελλάδα να κάνει τις ελάχιστες μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται, ώστε να συνεχιστεί η ροή της βοήθειας.
Σε αυτή τη θλιβερή κατάσταση, κανένας δεν είναι νικητής, και σίγουρα όχι ο ελληνικός λαός.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation